ετεροίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ετεροίωση | οι | ετεροιώσεις |
| γενική | της | ετεροίωσης* | των | ετεροιώσεων |
| αιτιατική | την | ετεροίωση | τις | ετεροιώσεις |
| κλητική | ετεροίωση | ετεροιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ετεροιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετεροίωση < λόγιο ελληνιστική κοινή ἑτεροίω(σις) + -ση < ἑτεροιόω, ἑτεροιῶ αλλάζω, μεταβάλλομαι (δείτε και (ἑτεροποιός - (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική alternance[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.teˈɾi.o.si/
Ουσιαστικό
ετεροίωση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η ποιοτική μετάπτωση φωνήεντος ή διφθόγγου ενός θέματος κατά την παραγωγή,
- π.χ. συχνά τροπή του ε του ρηματικού θέματος σε ο του ονοματικού
- Από τα ρήματα λέγω, τρέφω, τρέπω, μένω, νέμω, φέρω παράγονται τα ουσιαστικά λόγος, τροφή, τροπή, μόνος, νομή, φορά με ετεροίωση του 'ε' σε 'ο'. Από το ρήμα έχω: ανοχή, αποχή, ενοχή, εξοχή, κατοχή, μετοχή, παροχή. Από το αμείβω > αμοιβή, αλείφω > αλοιφή, κλείω > κλοιός, πέμπω > πομπή κ.ά.
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ετεροίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.