μετατροπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετατροπή οι μετατροπές
      γενική της μετατροπής των μετατροπών
    αιτιατική τη μετατροπή τις μετατροπές
     κλητική μετατροπή μετατροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετατροπή < αρχαία ελληνική μετατροπή < μετατρέπω < μετά + τρέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conversion)

Ουσιαστικό

μετατροπή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.