πολύτροπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύτροπος | η | πολύτροπη | το | πολύτροπο |
| γενική | του | πολύτροπου | της | πολύτροπης | του | πολύτροπου |
| αιτιατική | τον | πολύτροπο | την | πολύτροπη | το | πολύτροπο |
| κλητική | πολύτροπε | πολύτροπη | πολύτροπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύτροποι | οι | πολύτροπες | τα | πολύτροπα |
| γενική | των | πολύτροπων | των | πολύτροπων | των | πολύτροπων |
| αιτιατική | τους | πολύτροπους | τις | πολύτροπες | τα | πολύτροπα |
| κλητική | πολύτροποι | πολύτροπες | πολύτροπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύτροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύτροπος < πολύ- + τρόπος
Επίθετο
πολύτροπος, -η, -ο
- που δημιουργεί πολλά τεχνάσματα, εύστροφος, προσωνυμία του Οδυσσέα
- ※ Μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, για την Οδύσσεια του Ομήρου
- τον άντρα τον πολύτροπο, πες μου θεά […]
- ※ Μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, για την Οδύσσεια του Ομήρου
Μεταφράσεις
πολύτροπος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύτροπος | τὸ | πολύτροπον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυτρόπου | τοῦ | πολυτρόπου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυτρόπῳ | τῷ | πολυτρόπῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύτροπον | τὸ | πολύτροπον | ||
| κλητική ὦ! | πολύτροπε | πολύτροπον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύτροποι | τὰ | πολύτροπᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυτρόπων | τῶν | πολυτρόπων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυτρόποις | τοῖς | πολυτρόποις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυτρόπους | τὰ | πολύτροπᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολύτροποι | πολύτροπᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυτρόπω | τὼ | πολυτρόπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυτρόποιν | τοῖν | πολυτρόποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύτροπος < πολύ- + -τροπος
Επίθετο
- πολύτροπος, -ος, -ον
- αυτός που τρέπεται σε πολλά μέρη, ή στρέφεται σε πολλές διευθύνσεις
- κοσμογυρισμένος
- εύστροφος, δόλιος, πανούργος, ευμετάβλητος
- ποικίλος
- προσωνυμία του Οδυσσέα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 1
Παράγωγα
- πολυτρόπως (επίρρημα)
Πηγές
- πολύτροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύτροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.