αναποδογυρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναποδογυρίζω < ανάποδα + γυρίζω

Ρήμα

αναποδογυρίζω

  1. (αμετάβατο) γυρίζω ανάποδα, η κορυφή μου έρχεται στο κάτω μέρος και το αντίστροφο, ανατρέπομαι
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γυρίσει ανάποδα, ανατρέπω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.