περιτροπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιτροπή | οι | περιτροπές |
| γενική | της | περιτροπής | των | περιτροπών |
| αιτιατική | την | περιτροπή | τις | περιτροπές |
| κλητική | περιτροπή | περιτροπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιτροπή < αρχαία ελληνική περιτροπή
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.