ατραπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατραπός | οι | ατραποί |
| γενική | της | ατραπού | των | ατραπών |
| αιτιατική | την | ατραπό | τις | ατραπούς |
| κλητική | ατραπέ | ατραποί | ||
| Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατραπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτραπός < ἀ- αθροιστικό + τραπέω / τραπῶ (πατάω σταφύλια)[1]
Ουσιαστικό
ατραπός θηλυκό
- (λόγιο) μονοπάτι ή πέρασμα που δύσκολα το ακολουθεί κανείς
- ※ Τοιαῦτά τινα ἀνελογίζετο ὁ πτωχὸς αἰπόλος, ὁ βόσκων ὀλίγας αἶγας εἰς τὸ κατάμερον τῶν Τριῶν Σταυρῶν καὶ ἀνήρχετο δρομαίως τὴν ἰδίαν ἀτραπόν, δι’ ἧς εἶχε κατέλθει εἰς τὸ φρούριον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο φτωχός άγιος)
- ≈ συνώνυμα: δρομάκος, μονοπάτι, στενωπός
- (μεταφορικά) η κατεύθυνση της εξέλιξης μιας κατάστασης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.