απομακρύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απομακρύνω < μεσαιωνική ελληνική ἀπομακρύνω < ἀπό + (ελληνιστική κοινή) μακρύνω < αρχαία ελληνική μακρός

Ρήμα

απομακρύνω (παθητική φωνή: απομακρύνομαι)

  1. διώχνω κάποιον από κάπου, τον μετακινώ (πιο) μακριά
  2. διώχνω, απολύω

Συγγενικά


Αντώνυμα:

πλησιάζω φεύγω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.