μετατροπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετατροπία οι μετατροπίες
      γενική της μετατροπίας των μετατροπιών
    αιτιατική τη μετατροπία τις μετατροπίες
     κλητική μετατροπία μετατροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετατροπία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μετατροπία θηλυκό

  • (μουσική) η τονική απόκλιση, η μετάβαση από τη μία τονικότητα στη άλλη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.