ανατροπέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανατροπέας οι ανατροπείς
      γενική του ανατροπέα
& ανατροπέως
των ανατροπέων
    αιτιατική τον ανατροπέα τους ανατροπείς
     κλητική ανατροπέα ανατροπείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανατροπέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνατροπεύς < ἀνατρέπω < τρέπω

Ουσιαστικό

ανατροπέας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.