τέχνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τέχνη | οι | τέχνες |
| γενική | της | τέχνης | των | τεχνών |
| αιτιατική | την | τέχνη | τις | τέχνες |
| κλητική | τέχνη | τέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέχνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέχνη (για τέχνη επαγγέλματος)
- για τις καλές τέχνες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέχνης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική art[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈte.xni/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐χνη
Ουσιαστικό
τέχνη θηλυκό
- ανθρώπινη δραστηριότητα που οδηγεί στην παραγωγή έργων αισθητικά άρτιων
- ↪ Η γλυπτική ανήκει στις καλές τέχνες.
- επάγγελμα ή άλλη ενασχόληση που απαιτεί επιδεξιότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας
- ↪ η τέχνη του ξυλουργού
- ↪ η στρατηγική τέχνη
- η τεχνική επιδεξιότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τεχν-
τεχν-
Λέξεις με τεχν- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Σύνθετα
|
συνθετικά
|
επίσης:
|
Μεταφράσεις
τέχνη
|
Αναφορές
- τέχνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τέχνη | αἱ | τέχναι |
| γενική | τῆς | τέχνης | τῶν | τεχνῶν |
| δοτική | τῇ | τέχνῃ | ταῖς | τέχναις |
| αιτιατική | τὴν | τέχνην | τὰς | τέχνᾱς |
| κλητική ὦ! | τέχνη | τέχναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέχνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τέχναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /té.kʰnɛː/ (αρχαία ελληνικά της κλασικής περιόδου)
- ΔΦΑ : /ˈte.xni/ (ελληνιστική κοινή)
- ΔΦΑ : /ˈte.xni/ (μεσαιωνική ελληνική)
Ουσιαστικό
τέχνη, -ης θηλυκό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τεχν-
τεχν-
- τεχνάομαι
- τεχνάω
- τεχνάζω
- τεχνάρχης
- τέχνασμα
- τεχνασμός
- τεχναστέον
- τεχναστός
Σύνθετα
- -τεχνος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -τεχνος στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
αὐτότεχνος, κατάτεχνος, κατάτεχνος, κατατηξίτεχνος - (Χρειάζεται επεξεργασία)
- περισσότερες από 160 σύνθετες Λέξεις με 'τεχν-' @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- τέχνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέχνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.