τέχνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τέχνημα | τα | τεχνήματα |
| γενική | του | τεχνήματος | των | τεχνημάτων |
| αιτιατική | το | τέχνημα | τα | τεχνήματα |
| κλητική | τέχνημα | τεχνήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέχνημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέχνημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈte.xni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐χνη‐μα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τέχνημα
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τέχνημᾰ | τὰ | τεχνήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | τεχνήμᾰτος | τῶν | τεχνημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | τεχνήμᾰτῐ | τοῖς | τεχνήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | τέχνημᾰ | τὰ | τεχνήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | τέχνημᾰ | τεχνήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεχνήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τεχνημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέχνημα < τεχνη(τός) + -μα < τεχνάομαι < τέχνη [1]
Ουσιαστικό
τέχνημα ουδέτερο
Συνώνυμα
Αναφορές
- «τεχνητός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τέχνημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέχνημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.