διατριβή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διατριβή | οι | διατριβές |
| γενική | της | διατριβής | των | διατριβών |
| αιτιατική | τη | διατριβή | τις | διατριβές |
| κλητική | διατριβή | διατριβές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διατριβή < αρχαία ελληνική διατριβή < διατρίβω < διά + τρίβω
Ουσιαστικό
διατριβή θηλυκό
- μελέτη που μελετά με επιστημονικό τρόπο κάποιο θέμα και που την υποβάλλουν σε κάποιο πανεπιστήμιο για να αποκτήσουν πανεπιστημιακό τίτλο (καθηγητή, διδάκτορα κ.λπ.)
- Η διδακτορική του διατριβή «Μορφή και εξέλιξη της αθηναϊκής ιδεολογίας της ισχύος στον Θουκυδίδη» είναι μία πολιτική ανάγνωση του μεγάλου ιστορικού της αρχαιότητας. Η διατριβή του επί υφηγεσία παρέμεινε στο αυστηρό ερμηνευτικό πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας: «Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος και η ερμηνεία του Ομήρου στην αρχαιότητα». (*)
- Ο Καρλ Τεοντόρ τσου Γκούντεμπεργκ κατηγορείται για λογοκλοπή κατά τη σύνταξη της διδακτορικής διατριβής του, και μάλιστα εκτεταμένη. Χθες ο ίδιος ανακοίνωσε ότι «απαρνείται» προσωρινά τον τίτλο του δόκτορος «μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του Πανεπιστημίου του Μπαϊρόιτ». (*)
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.