ξυλουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλουργός οι ξυλουργοί
      γενική του ξυλουργού των ξυλουργών
    αιτιατική τον ξυλουργό τους ξυλουργούς
     κλητική ξυλουργέ ξυλουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ξυλουργός την ώρα της δουλειάς

Ετυμολογία

ξυλουργός < (ελληνιστική κοινή) ξυλουργός < αρχαία ελληνική ξύλον + ἔργον

Ουσιαστικό

ξυλουργός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.