κατάτεχνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κατάτεχνος < κατά- + -τεχνος

Επίθετο

κατάτεχνος

  1. ιδιαίτερα έντεχνος
      Ὥσπερ γὰρ ὁ Σοφοκλῆς ἔλεγε τὸν Αἰσχύλου διαπεπαιχὼς ὄγκον εἶτα τὸ πικρὸν καὶ κατάτεχνον τῆς αὐτοῦ κατασκευῆς τρίτον ἤδη τὸ τῆς λέξεως μεταβάλλειν εἶδος, ὅπερ ἠθικώτατόν ἐστι καὶ βέλτιστον, οὕτως οἱ φιλοσοφοῦντες, ὅταν ἐκ τῶν πανηγυρικῶν καὶ κατατέχνων εἰς τὸν ἁπτόμενον ἤθους καὶ πάθους λόγον μεταβῶσιν, ἄρχονται τὴν ἀληθῆ προκοπὴν προκόπτειν καὶ ἄτυφον. Πώς αν τις αίσθοιτο εαυτού προκόπτοντος επ’ αρετή, Πλούταρχος, Ηθικά
  2. περίτεχνος
  3. υπερβολικά τεχνικός

Αναφορές

  • @books.google λήμμα κακιζότεχνος, κατατηξίτεχνος. Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης Liddell-Scott-Κωνσταντινίδη. Εκδ: Πελεκάνος. 4ος τόμος. σελ.386.
  • κατάτεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.