τεχνητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνητός η τεχνητή το τεχνητό
      γενική του τεχνητού της τεχνητής του τεχνητού
    αιτιατική τον τεχνητό την τεχνητή το τεχνητό
     κλητική τεχνητέ τεχνητή τεχνητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνητοί οι τεχνητές τα τεχνητά
      γενική των τεχνητών των τεχνητών των τεχνητών
    αιτιατική τους τεχνητούς τις τεχνητές τα τεχνητά
     κλητική τεχνητοί τεχνητές τεχνητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεχνητός < αρχαία ελληνική τεχνητός

Επίθετο

τεχνητός, -ή, -ό

  • που είναι κατασκευασμένος με τεχνικά μέσα και μοιάζει στη λειτουργία με κάτι φυσικό
τεχνητός δορυφόρος
μονάδα τεχνητού νεφρού
τεχνητά νευρικά/νευρωνικά δίκτυα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίθετο

τεχνητός, -ή, -όν

  • που είναι κατασκευασμένος με τα μέσα μιας τέχνης, όχι φυσικός
τὸ δὲ τεχνητὸν φῶς μάλιστα μὲν καὶ τοῦτο γίγνεται, λύχνους ἁψάντων ἢ δᾷδας ἢ λαμπάδας ἤ τι τοιοῦτον. (Γαληνός, Τὸ Ἱπποκράτους κατ' ἰητρεῖον βιβλίον και Γαληνοῦ εἰς αὐτό ὑπόμνημα Γ, 18b.678.14)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.