Kunst

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Kunst die Künste
γενική der Kunst der Künste
δοτική der Kunst den Künsten
αιτιατική die Kunst die Künste

Προφορά

ΔΦΑ : /kʊnst/
 

Ουσιαστικό

Kunst (de) θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Kunstakademie
  • Kunstbuch
  • Kunstdepot
  • Kunstgalerie
  • Kunstmarkt
  • Kunstmuseum
  • Kunststudent
  • Kunststück
  • Kunstwerk



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Kunst < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Kunst αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Kunst < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Kunst αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Σλοβενικά (sl)

Ετυμολογία

Kunst < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Kunst αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Kunst < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Kunst αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.