-τεχνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -τεχνίτης | οι | -τεχνίτες |
| γενική | του | -τεχνίτη | των | -τεχνιτών |
| αιτιατική | τον | -τεχνίτη | τους | -τεχνίτες |
| κλητική | -τεχνίτη | -τεχνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /teˈxni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -τε‐χνί‐της
Επίθημα
-τεχνίτης αρσενικό (θηλυκό -τεχνίτρια ή -τεχνίτρα)
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
- ειδικό τεχνίτη ο οποίος ειδικεύεται σε κάποια εργασία
- μηχανοτεχνίτης, οδοντοτεχνίτης, ραδιοτεχνίτης
- σε πρόσωπο το οποίο ασκεί κάποια τέχνη με ειδικό τρόπο
- πολυτεχνίτης, ψευτοτεχνίτης
- ειδικό τεχνίτη ο οποίος ειδικεύεται σε κάποια εργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τεχνίτης στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-τεχνίτης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -τεχνίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.