αμέσως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αμέσως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμέσως (επίρρημα) < αρχαία ελληνική άμεσος (επίθετο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈme.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μέ‐σως
- τονικό παρώνυμο: άμεσος
Συνώνυμα
- αυτοστιγμεί
- ευθύς, ευθύς αμέσως
- αστραπιαία
- χωρίς καθυστέρηση
εκφράσεις προφορικού ή οικείου ύφους
- άψε σβήσε
- όσο να πεις κύμινο, ώσπου να πεις κύμινο
- όσο να πεις κρεμμύδι, ώσπου να πεις κρεμμύδι
- πατ κιουτ
- σε χρόνο ντε τε
- στο πι και φι
- στο πιτς φιτίλι / πιτς φιτίλι
- τάκα τάκα, στο τάκα τάκα
- τσακ μπαμ
δείτε επίσης
Μεταφράσεις
αμέσως
|
Πηγές
- αμέσως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμέσως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αμέσως - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.