τεχνοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τεχνοκράτης | οι | τεχνοκράτες |
| γενική | του | τεχνοκράτη | των | τεχνοκρατών |
| αιτιατική | τον | τεχνοκράτη | τους | τεχνοκράτες |
| κλητική | τεχνοκράτη | τεχνοκράτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.xnoˈkɾa.tis/
Ουσιαστικό
τεχνοκράτης αρσενικό
- στέλεχος του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα με ανώτατη κατάρτιση και εμπειρία σε συγκεκριμένο τεχνικό τομέα
- που ασκεί το λειτούργημά του με βάση τη μελέτη κυρίως των αντικειμενικών δεδομένων και των οικονομικών μηχανισμών χωρίς να λαμβάνεται και τόσο υπόψη ο ανθρώπινος παράγων
Συγγενικά
- τεχνοκρατία
- τεχνοκρατικός
- τεχνοκρατισμός
Μεταφράσεις
τεχνοκράτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.