-τέχνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -τέχνημα τα -τεχνήματα
      γενική του -τεχνήματος των -τεχνημάτων
    αιτιατική το -τέχνημα τα -τεχνήματα
     κλητική -τέχνημα -τεχνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-τέχνημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τέχνημα < τέχνημα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈte.xni.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τέχνημα

Επίθημα

-τέχνημα ουδέτερο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τέχνημα στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -τέχνημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.