هنر

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ετυμολογία

هنر < (άμεσο δάνειο) περσική هنر (honar)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε την περσική هنر

Ουσιαστικό

هنر (huner)

  1. γνώση, επιστήμη
  2. τέχνη
  3. δεξιοτεχνία
  4. ταλέντο

Πηγές

  • ετυμολογία για την τουρκική hüner - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν



Περσικά (fa)

Ετυμολογία

هنر < κληρονομημένο από τη μέση περσική < αρχαία περσική < απώτατη αρχή: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή  δείτε  هنر Persian στο αγγλικό Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

هنر (fa) (honar)

Συνώνυμα

Απόγονοι

هنر (honar) (περσικά)

οθωμανικά τουρκικά: هنر (huner)
τουρκικά: hüner
νέα ελληνικά: χουνέρι

και περισσότερα στο هنر #Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.