πραγματεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραγματεία οι πραγματείες
      γενική της πραγματείας των πραγματειών
    αιτιατική την πραγματεία τις πραγματείες
     κλητική πραγματεία πραγματείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πραγματεία < αρχαία ελληνική πραγματεία

Ουσιαστικό

πραγματεία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.