μαστοριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαστοριά | οι | μαστοριές |
| γενική | της | μαστοριάς | των | μαστοριών |
| αιτιατική | τη | μαστοριά | τις | μαστοριές |
| κλητική | μαστοριά | μαστοριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαστοριά < μεσαιωνική ελληνική μαστορεία < μάστορας
Ουσιαστικό
μαστοριά θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.