μαστοριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστοριά οι μαστοριές
      γενική της μαστοριάς των μαστοριών
    αιτιατική τη μαστοριά τις μαστοριές
     κλητική μαστοριά μαστοριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστοριά < μεσαιωνική ελληνική μαστορεία < μάστορας

Ουσιαστικό

μαστοριά θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)

  1. η πολύ καλή τεχνική σε έναν τομέα των τεχνών, αν και στην καλλιτεχνία προτιμάται συνήθως η λέξη μαεστρία
    Μου το έφερε στα μέτρα μου τέλεια, χωρίς ψεγάδι, με μεγάλη μαστοριά
    Η μαστοριά του συγγραφέα καθορίζει και...
  2. το μερεμέτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.