arte

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

arte (es) αρσενικό & θηλυκό

Σημειώσεις

Προσοχή! στον πληθυντικό, το arte γίνεται θηλυκό!

Συγγενικά

  • artista
  • artístico
  • artefacto



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

arte < (κληρονομημένο) λατινική artem, αιτιατική ενικού του ars

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
arte arti

arte (it)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.