αὐτότεχνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτότεχνος < αὐτός + -τεχνος < τέχνη

Επίθετο

αὐτότεχνος

  1. αυτοδίδακτος
  2. αυτός που κάνει μόνος του ό,τι μπορεί π.χ. για να βελτιώσει την υγεία του, κάνει τον ειδικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.