πανουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανουργία οι πανουργίες
      γενική της πανουργίας των πανουργιών
    αιτιατική την πανουργία τις πανουργίες
     κλητική πανουργία πανουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανουργία < αρχαία ελληνική πανουργία < πανοῦργος < πᾶς + ἔργον

Ουσιαστικό

πανουργία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.