συλλαβίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συλλαβίζω < (ελληνιστική κοινή) συλλαβίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συλλαβίζω | συλλάβιζα | θα συλλαβίζω | να συλλαβίζω | συλλαβίζοντας | |
| β' ενικ. | συλλαβίζεις | συλλάβιζες | θα συλλαβίζεις | να συλλαβίζεις | συλλάβιζε | |
| γ' ενικ. | συλλαβίζει | συλλάβιζε | θα συλλαβίζει | να συλλαβίζει | ||
| α' πληθ. | συλλαβίζουμε | συλλαβίζαμε | θα συλλαβίζουμε | να συλλαβίζουμε | ||
| β' πληθ. | συλλαβίζετε | συλλαβίζατε | θα συλλαβίζετε | να συλλαβίζετε | συλλαβίζετε | |
| γ' πληθ. | συλλαβίζουν(ε) | συλλάβιζαν συλλαβίζαν(ε) |
θα συλλαβίζουν(ε) | να συλλαβίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συλλάβισα | θα συλλαβίσω | να συλλαβίσω | συλλαβίσει | ||
| β' ενικ. | συλλάβισες | θα συλλαβίσεις | να συλλαβίσεις | συλλάβισε | ||
| γ' ενικ. | συλλάβισε | θα συλλαβίσει | να συλλαβίσει | |||
| α' πληθ. | συλλαβίσαμε | θα συλλαβίσουμε | να συλλαβίσουμε | |||
| β' πληθ. | συλλαβίσατε | θα συλλαβίσετε | να συλλαβίσετε | συλλαβίστε | ||
| γ' πληθ. | συλλάβισαν συλλαβίσαν(ε) |
θα συλλαβίσουν(ε) | να συλλαβίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συλλαβίσει | είχα συλλαβίσει | θα έχω συλλαβίσει | να έχω συλλαβίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συλλαβίσει | είχες συλλαβίσει | θα έχεις συλλαβίσει | να έχεις συλλαβίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συλλαβίσει | είχε συλλαβίσει | θα έχει συλλαβίσει | να έχει συλλαβίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συλλαβίσει | είχαμε συλλαβίσει | θα έχουμε συλλαβίσει | να έχουμε συλλαβίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συλλαβίσει | είχατε συλλαβίσει | θα έχετε συλλαβίσει | να έχετε συλλαβίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συλλαβίσει | είχαν συλλαβίσει | θα έχουν συλλαβίσει | να έχουν συλλαβίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.