γραμματική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραμματική οι γραμματικές
      γενική της γραμματικής των γραμματικών
    αιτιατική τη γραμματική τις γραμματικές
     κλητική γραμματική γραμματικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξώφυλλο γραμματικής του 1735
γραμματική < αρχαία ελληνική γραμματική (εννοείται τέχνη) < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου γραμματικός < γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾa.ma.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γραμματική

Ουσιαστικό

γραμματική θηλυκό

  1. (γλωσσολογία, μη αριθμητό) το σύνολο των γραμματικών κανόνων που διέπουν τον προφορικό και γραπτό λόγο μιας γλώσσας (φωνολογία, μορφολογία, συντακτικό)
    μαθαίνω την ελληνική γραμματική
  2. (συνεκδοχικά, μη αριθμητό) μάθημα που ασχολείται με τους γραμματικούς κανόνες μιας γλώσσας
    την πρώτη ώρα έχουμε γραμματική
  3. (συνεκδοχικά, αριθμητό) βιβλίο ή σύγγραμμα που παρουσιάζει και μελετά τους κανόνες αυτούς
    πού τη βρήκες αυτή τη γραμματική;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.