λαβή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαβή | οι | λαβές |
| γενική | της | λαβής | των | λαβών |
| αιτιατική | τη | λαβή | τις | λαβές |
| κλητική | λαβή | λαβές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈvi/
Ουσιαστικό
λαβή θηλυκό
- το τμήμα ενός αντικειμένου από το οποίο μπορούμε να το πιάσουμε
- ο τρόπος με τον οποίο πιάνουμε κάποιον για να τον ακινητοποιήσουμε, όταν παλεύουμε μαζί του
- (μεταφορικά) η αφορμή, η ευκαιρία
- έδωσε πάλι λαβή για σχόλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
