συλ-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συλ- < από το πρόθημα συν- όταν ακολουθεί το σύμφωνο [l] <λ>

Πρόθημα

συλ- και σύλ-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα συλ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σύλ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.