σύν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Πρόθεση
σύν
- με κάποιον, με τη συνοδεία του, με τη συνδρομή του, ομού, από κοινού, συγχρόνως
- ↪ σὺν θεῷ
- ↪ οἱ σύν αὐτῷ (οι φίλοι, οι οπαδοί του)
- ↪ θύελλαι σὺν βορέῃ και ἄνεμος σὺν λαίλαπι
- περιλαμβανομένου και ...
- ↪ τοῦ Πειραιῶς συν Μουνυχίᾳ (του Πειραιά, συμπεριλαμβανομένης και της Μουνιχίας)
- μη περιλαμβανομένου, επιπλέον, το συν αθροιστικά
- ↪ ἔξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ (έξη χωρίς εμένα, που ήμουν ο έβδομος, έξη συν ένας εγώ, επτά)
- ↪ αἱ γὰρ καμπαὶ τέτταρες, ἢ δύο σύν τοῖς πτερυγίοις
- μέσον, τρόπο
- ↪ πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ
- ↪ σὺν δίκᾳ (με δίκαιο τρόπο, δηλαδή δικαίως)
Συνώνυμα
- μετά τινος (συνοδευτικό και όχι χρονικό)
Πηγές
- σύν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.