συλλαβοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συλλαβοποίηση | οι | συλλαβοποιήσεις |
| γενική | της | συλλαβοποίησης | των | συλλαβοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | συλλαβοποίηση | τις | συλλαβοποιήσεις |
| κλητική | συλλαβοποίηση | συλλαβοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συλλαβοποίηση < συλλαβοποιώ, συλλαβοποιη- + -ση (-ποίηση) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική syllabification / syllabication)
Πηγές
- λήμμα «συλλαβή» - Κρύσταλ, Ντέιβιντ (Crystal, David). Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2008 (1η έκδοση:2003). Βασισμένο στην 4η έκδοση (επαυξημένη) του A dictionary of linguistics and phonetics. Blackwell Publishers, 1997. (1η έκδοση: Andre Deutsch, 1980)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.