ενωτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ενωτικό | τα | ενωτικά |
| γενική | του | ενωτικού | των | ενωτικών |
| αιτιατική | το | ενωτικό | τα | ενωτικά |
| κλητική | ενωτικό | ενωτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενωτικό ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενωτικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική trait d'union[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.no.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νω‐τι‐κό
Ουσιαστικό
ενωτικό ουδέτερο
Σημειώσεις
- Το ενωτικό ενώνει ενώ η παύλα χωρίζει.
- Το ενωτικό χρησιμοποιείται[2]
- στον συλλαβισμό, όπως στο τέλος μιας γραμμής κειμένου, για λέξη που συνεχίζεται στην επόμενη
- στα προτακτικά αϊ-, αγια-, αγιο-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη- όταν προσδιορίζουν κύριο όνομα
- Για να δηλωθεί μορφολογική ανάλυση, όπως ωτο-ρινο-λαρυγγο-λόγος (ωτορινολαρυγγολόγος)
- Για δήλωση από-έως (Το τρένο κάνει διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Ιστορική περίοδος 1700‑1800.)
- Για μακριές ονομασίες χημικών ενώσεων, όπως για το DNA: δε(σ)-οξυ-ριβο-(ζο)-νουκλεϊ(νι)κό οξύ
- Για διπλά ονόματα ή επώνυμα (Πετσάλης-Διομήδης)
- Καταχρηστικά, σε παραθετικά σύνθετα όπως πόλη-κράτος (πόλη κράτος), λέξη-κλειδί (λέξη κλειδί) ή σε λέξεις δάνειες από άλλες γλώσσες που έχουν εκεί ενωτικό (μη-πτητική μνήμη).
- Σε περιστασιακές συνθέσεις με ειδική σημασία για αποφυγή σύγχυσης με υπάρχουσα λέξη, όπως υπο-κείμενο (που κείται από κάτω, και όχι υποκείμενο)
- Δεν βάζουμε ενωτικό σε επανάληψη λέξεων (π.χ. στο κάτω κάτω, ίσα ίσα), ούτε διατηρούμε ενωτικά ξένων γλωσσών στην ελληνική μεταγραφή τους.
ΣτΕ: Στην πράξη, αλλά και σε λεξικά, χρησιμοποιείται σε σύνθετα, σε επαναλήψεις λέξεων και σε δάνεια διατηρώντας το ενωτικό των ξένων γλωσσών.
Συνώνυμα
- σημεία στίξης
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ενωτικό
Αναφορές
- ενωτικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8 κεφάλαιο 13.2. «Ενωτικό» σελ. 469‑471.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.