φωνολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνολογία οι φωνολογίες
      γενική της φωνολογίας των φωνολογιών
    αιτιατική τη φωνολογία τις φωνολογίες
     κλητική φωνολογία φωνολογίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phonologie ή από τη γερμανική Ρhonologie < αρχαία ελληνική φωνο- + -λογία (φωνή, λόγος) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.no.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωνολογία

Ουσιαστικό

φωνολογία θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φωνή

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.