συλλαβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συλλαβικός | η | συλλαβική | το | συλλαβικό |
| γενική | του | συλλαβικού | της | συλλαβικής | του | συλλαβικού |
| αιτιατική | τον | συλλαβικό | τη | συλλαβική | το | συλλαβικό |
| κλητική | συλλαβικέ | συλλαβική | συλλαβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συλλαβικοί | οι | συλλαβικές | τα | συλλαβικά |
| γενική | των | συλλαβικών | των | συλλαβικών | των | συλλαβικών |
| αιτιατική | τους | συλλαβικούς | τις | συλλαβικές | τα | συλλαβικά |
| κλητική | συλλαβικοί | συλλαβικές | συλλαβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συλλαβικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συλλαβικός
- σχετικός με τη συλλαβή
- (γραμματική) που αφορά στην προσθήκη μιας συλλαβής
- τα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο παίρνουν στους παρελθοντικούς χρόνους συλλαβική αύξηση
- χαρακτηρισμός συστημάτων γραφής στα οποία κάθε σύμβολο αντιστοιχεί σε μία συλλαβή
- η γραμμική Β είναι η ελληνκή συλλαβική γραφή των μυκηναϊκών χρόνων
- (γραμματική) που αφορά στην προσθήκη μιας συλλαβής
Μεταφράσεις
συλλαβικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.