συλλαβόγριφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συλλαβόγριφος | οι | συλλαβόγριφοι |
| γενική | του | συλλαβόγριφου | των | συλλαβόγριφων |
| αιτιατική | τον | συλλαβόγριφο | τους | συλλαβόγριφους |
| κλητική | συλλαβόγριφε | συλλαβόγριφοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συλλαβόγριφος < συλλαβή + -ο- + γρίφος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Silbenrätsel
Ουσιαστικό
συλλαβόγριφος αρσενικό
- είδος παιχνιδιού με επίλυση γρίφων και σχηματισμό λέξεων από τις συλλαβές των λέξεων που προκύπτουν από την επίλυση γρίφων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.