πάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάλη οι πάλες
      γενική της πάλης
    αιτιατική την πάλη τις πάλες
     κλητική πάλη πάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αθλητές ελληνορωμαϊκής πάλης σε αλβανικό γραμματόσημο του 1998

Ετυμολογία

πάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάλη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάλη
 
ομόηχο: πάλι

Ουσιαστικό

πάλη θηλυκό

  1. (αθλητισμός) το αγώνισμα κατά το οποίο δύο αθλούμενοι αγωνίζονται σώμα με σώμα σε μια προσπάθεια να καταβάλει ο ένας τον άλλο
  2. (μεταφορικά) ο αγώνας, η διαμάχη
    η πάλη των τάξεων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.