συλλαβογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συλλαβογραφία | οι | συλλαβογραφίες |
| γενική | της | συλλαβογραφίας | των | συλλαβογραφιών |
| αιτιατική | τη | συλλαβογραφία | τις | συλλαβογραφίες |
| κλητική | συλλαβογραφία | συλλαβογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συλλαβογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συλλαβογραφία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.