στεγνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεγνός | η | στεγνή | το | στεγνό |
| γενική | του | στεγνού | της | στεγνής | του | στεγνού |
| αιτιατική | τον | στεγνό | τη | στεγνή | το | στεγνό |
| κλητική | στεγνέ | στεγνή | στεγνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεγνοί | οι | στεγνές | τα | στεγνά |
| γενική | των | στεγνών | των | στεγνών | των | στεγνών |
| αιτιατική | τους | στεγνούς | τις | στεγνές | τα | στεγνά |
| κλητική | στεγνοί | στεγνές | στεγνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στεγνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στεγνός < στεγ- (στέγω, στέγη)[1]
- σημασία «αδυνατισμένος» < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sec [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /steˈɣnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐γνός
- παρώνυμο: στυγνός (άλλης ετυμολογίας)
Επίθετο
στεγνός, -ή, -ό
- που δεν έχει διαποτιστεί από νερό ή άλλο υγρό, δεν έχει βραχεί
- που του λείπουν υγρά
- (μεταφορικά) αδυνατισμένος, αποστεωμένος
- (λογοτεχνία) που δεν είναι γλαφυρός
- (μεταφορικά) χωρίς συναίσθημα
- (μεταφορικά) αχρήματος, αδέκαρος
- (μεταφορικά) που δεν έχει πιει καθόλου
- (μεταφορικά) που δεν έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή φαρμάκων
- (ουσιαστικοποιημένο) (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) → δείτε τα στεγνά
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- στεγνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στεγνός | ἡ | στεγνή | τὸ | στεγνόν |
| γενική | τοῦ | στεγνοῦ | τῆς | στεγνῆς | τοῦ | στεγνοῦ |
| δοτική | τῷ | στεγνῷ | τῇ | στεγνῇ | τῷ | στεγνῷ |
| αιτιατική | τὸν | στεγνόν | τὴν | στεγνήν | τὸ | στεγνόν |
| κλητική ὦ! | στεγνέ | στεγνή | στεγνόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | στεγνοί | αἱ | στεγναί | τὰ | στεγνᾰ́ |
| γενική | τῶν | στεγνῶν | τῶν | στεγνῶν | τῶν | στεγνῶν |
| δοτική | τοῖς | στεγνοῖς | ταῖς | στεγναῖς | τοῖς | στεγνοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | στεγνούς | τὰς | στεγνᾱ́ς | τὰ | στεγνᾰ́ |
| κλητική ὦ! | στεγνοί | στεγναί | στεγνᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεγνώ | τὼ | στεγνᾱ́ | τὼ | στεγνώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | στεγνοῖν | τοῖν | στεγναῖν | τοῖν | στεγνοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
με στεγν-
- ἀποστεγνόω
- ἐπιστεγνόω
- καταστεγνόομαι
- κατάστεγνος
- περιστεγνόω
- προστεγνόω
- στεγνοφυής
- στεγνοπαθέω
- στεγνοποιέω
- στεγνότης
- στεγνόω
- στέγνωσις
- στεγνωτικός
- συστεγνόω
- ὑποστεγνόομαι
→ και δείτε τις λέξεις στέγω και στέγη
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στεγνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στεγνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.