στυγνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στυγνός η στυγνή το στυγνό
      γενική του στυγνού της στυγνής του στυγνού
    αιτιατική τον στυγνό τη στυγνή το στυγνό
     κλητική στυγνέ στυγνή στυγνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στυγνοί οι στυγνές τα στυγνά
      γενική των στυγνών των στυγνών των στυγνών
    αιτιατική τους στυγνούς τις στυγνές τα στυγνά
     κλητική στυγνοί στυγνές στυγνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στυγνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στυγνός[1] < στυγῶ  δείτε και τη λέξη Στύξ

Προφορά

ΔΦΑ : /stiˈɣnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στυγνός
παρώνυμο: στεγνός (άλλης ετυμολογίας)

Επίθετο

στυγνός

  1. εκείνος που προκαλεί μίσος και αντιπάθεια σε πολύ μεγάλο βαθμό
  2. εκείνος που δεν νιώθει ή δεν έχει ευσπλαχνία, λύπηση, συμπόνια, άκαρδος
    ο στυγνός εγκληματίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.