στέγνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέγνα οι στέγνες
      γενική της στέγνας
    αιτιατική τη στέγνα τις στέγνες
     κλητική στέγνα στέγνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέγνα < στεγν(ός) + (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

Ουσιαστικό

στέγνα θηλυκό

  1. η έλλειψη υγρασίας, νερού, το να είναι κάτι στεγνό
    πότισε τις ορτανσίες αμέσως, γιατί έχει μεγάλη στέγνα, θα μαραθούνε οι καημένες!
  2. στεγνός τόπος
  3. (μεταφορικά) χωρίς συναίσθημα
    είναι πολύ στεγνός στη συμπεριφορά του, «καλημέρα σας», «καλησπέρα σας», αλλά δεν σκάει ούτ' ένα χαμόγελο
  4. (μεταφορικά) χωρίς κανέναν διάκοσμο
    το σαλόνι της, αυστηρό, στεγνό, μόνο μ' ένα πορτατίφ δίπλα στην πολυθρόνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.