στεγνώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στεγνώνω < στεγνός + -ώνω

Ρήμα

στεγνώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στεγνό, του αφαιρώ τα υγρά με τα οποία ήταν εμποτισμένο
    μετά το λούσιμο στεγνώνει τα μαλλιά της με το πιστολάκι
  2. (αμετάβατο) αποβάλλω τα υγρά με τα οποία ήμουν εμποτισμένος, γίνομαι στεγνός
    απλώνουμε τα πλυμένα ρούχα στον ήλιο για να στεγνώσουν
  3. (μεταφορικά) χάνω τη ζωτικότητά μου
  4. (μεταφορικά) μένω χωρίς λεφτά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.