στεγνότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στεγνότης αἱ στεγνότητες
      γενική τῆς στεγνότητος τῶν στεγνοτήτων
      δοτική τῇ στεγνότητ ταῖς στεγνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν στεγνότητ τὰς στεγνότητᾰς
     κλητική ! στεγνότης στεγνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στεγνότητε
γεν-δοτ τοῖν  στεγνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στεγνότης < στεγνό(ς) + -της

Ουσιαστικό

στεγνότης, -ητος θηλυκό

  1. στεγνότητα, η ιδιότητα του αδιάβροχου ή αδιαπέραστου
  2. δυσκοιλιότητα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.