στεγνωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεγνωτικός η στεγνωτική το στεγνωτικό
      γενική του στεγνωτικού της στεγνωτικής του στεγνωτικού
    αιτιατική τον στεγνωτικό τη στεγνωτική το στεγνωτικό
     κλητική στεγνωτικέ στεγνωτική στεγνωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεγνωτικοί οι στεγνωτικές τα στεγνωτικά
      γενική των στεγνωτικών των στεγνωτικών των στεγνωτικών
    αιτιατική τους στεγνωτικούς τις στεγνωτικές τα στεγνωτικά
     κλητική στεγνωτικοί στεγνωτικές στεγνωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στεγνωτικός < στεγνώνω + -τικός

Επίθετο

στεγνωτικός

  1. που έχει σχέση με το στέγνωμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) χημική ουσία που συμβάλλει στο γρηγορότερο στέγνωμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.