στεγνωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεγνωτικός | η | στεγνωτική | το | στεγνωτικό |
| γενική | του | στεγνωτικού | της | στεγνωτικής | του | στεγνωτικού |
| αιτιατική | τον | στεγνωτικό | τη | στεγνωτική | το | στεγνωτικό |
| κλητική | στεγνωτικέ | στεγνωτική | στεγνωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεγνωτικοί | οι | στεγνωτικές | τα | στεγνωτικά |
| γενική | των | στεγνωτικών | των | στεγνωτικών | των | στεγνωτικών |
| αιτιατική | τους | στεγνωτικούς | τις | στεγνωτικές | τα | στεγνωτικά |
| κλητική | στεγνωτικοί | στεγνωτικές | στεγνωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
στεγνωτικός
- που έχει σχέση με το στέγνωμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) χημική ουσία που συμβάλλει στο γρηγορότερο στέγνωμα
Μεταφράσεις
στεγνωτικός
|
|
Πηγές
- στεγνωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στεγνωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στεγνωτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.