dull

Αγγλικά (en)

Επίθετο

dull (en)

  1. ανιαρός, πληκτικός, βαρετός
  2. αμβλύς, όχι κοφτερός (πχ για ένα μαχαίρι)
  3. υποφώτιστος, υποφωτισμένος, όχι ιδιαίτερα λαμπερός, υποφέγγων, σκοτεινός
  4. θαμπός, ματ, μη αστραφτερός, μη γυαλιστερός
  5. αργόστροφος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.