αδυνατισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδυνατισμένος | η | αδυνατισμένη | το | αδυνατισμένο |
| γενική | του | αδυνατισμένου | της | αδυνατισμένης | του | αδυνατισμένου |
| αιτιατική | τον | αδυνατισμένο | την | αδυνατισμένη | το | αδυνατισμένο |
| κλητική | αδυνατισμένε | αδυνατισμένη | αδυνατισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδυνατισμένοι | οι | αδυνατισμένες | τα | αδυνατισμένα |
| γενική | των | αδυνατισμένων | των | αδυνατισμένων | των | αδυνατισμένων |
| αιτιατική | τους | αδυνατισμένους | τις | αδυνατισμένες | τα | αδυνατισμένα |
| κλητική | αδυνατισμένοι | αδυνατισμένες | αδυνατισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδυνατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αδυνατίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ði.na.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δυ‐να‐τι‐σμέ‐νος
Μετοχή
αδυνατισμένος -η -ο
- που έχει αδυνατίσει, έχει χάσει σωματικό βάρος
- που έχει υποστεί μείωση της δύναμής του, της ισχύος του ή της έντασής του
Μεταφράσεις
αδυνατισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.