ενυδατωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενυδατωμένος | η | ενυδατωμένη | το | ενυδατωμένο |
| γενική | του | ενυδατωμένου | της | ενυδατωμένης | του | ενυδατωμένου |
| αιτιατική | τον | ενυδατωμένο | την | ενυδατωμένη | το | ενυδατωμένο |
| κλητική | ενυδατωμένε | ενυδατωμένη | ενυδατωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενυδατωμένοι | οι | ενυδατωμένες | τα | ενυδατωμένα |
| γενική | των | ενυδατωμένων | των | ενυδατωμένων | των | ενυδατωμένων |
| αιτιατική | τους | ενυδατωμένους | τις | ενυδατωμένες | τα | ενυδατωμένα |
| κλητική | ενυδατωμένοι | ενυδατωμένες | ενυδατωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενυδατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενυδατώνομαι
Μεταφράσεις
ενυδατωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.