βρέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βρέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βρέχω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvɾe.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρέχω

Ρήμα

βρέχω, αόρ.: έβρεξα, παθ.φωνή: βρέχομαι, π.αόρ.: βράχηκα, μτχ.π.π.: βρεγμένος/βρεμένος

  1. (μεταβατικό) υγραίνω, διαβρέχω, μουσκεύω κάτι με κάποιο υγρό, συνήθως με νερό
    βρέχω το μαντήλι
  2. (αμετάβατο, απρόσωπο)  δείτε τη λέξη βρέχει] περιγράφει το φυσικό φαινόμενο της βροχής
    θα βρέξει αύριο
  3. μουσκεύω, δροσίζω
    Λίγο νερό, να βρέξω το στόμα μου.
  4. (μεταφορικά, μετά από το άρθρο το) το γιορτάζω πίνοντας
    το βρέξαμε χθες
  5. (μεταφορικά) τις βρέχω ραπίζω, χτυπώ, δέρνω δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
    του τις έβρεξε
    θα στις βρέξω
  6.  δείτε και το απρόσωπο βρέχει

Εκφράσεις

  • τις βρέχω (σε κάποιον): δέρνω κάποιον αν π.χ. είναι άτακτος, ίσως επειδή παλιότερα για να πονάνε πιο πολύ τα παιδάκια, προτού τα δείρουν έβρεχαν τη σανίδα
    • (θα πάρω μια) βρεγμένη σανίδα: απειλή για σωματική τιμωρία
  • βρέξει χιονίσει
  • σα(ν) βρεγμένη γάτα
  • έχω (κάποιον) μη στάξει και μη βρέξει
  • ό,τι βρέξει ας κατεβάσει

Συγγενικά

  • βροχο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροχο- στο Βικιλεξικό

σύνθετα του ρήματος, και δείτε τα συγγενικά τους

Με διαφορετικό έτυμο:

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hreǵ- (ρέω, κυλώ)· συγγενές με το λατινικό rigo, γοτθικό rign

Ρήμα

βρέχω

  1. (μεταβατικό) υγραίνω, διαβρέχω, μουσκεύω κάτι με κάποιο υγρό, συνήθως με νερό
  2. (ελληνιστική σημασία) για το φυσικό φαινόμενο της βροχής

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.