στεγανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεγανός η στεγανή το στεγανό
      γενική του στεγανού της στεγανής του στεγανού
    αιτιατική τον στεγανό τη στεγανή το στεγανό
     κλητική στεγανέ στεγανή στεγανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεγανοί οι στεγανές τα στεγανά
      γενική των στεγανών των στεγανών των στεγανών
    αιτιατική τους στεγανούς τις στεγανές τα στεγανά
     κλητική στεγανοί στεγανές στεγανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στεγανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεγανός < στέγω

Επίθετο

στεγανός, -ή, -ό

  1. που δεν διαπερνιέται από υγρά
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) που διαχωρίζει δύο τμήματα ή δραστηριότητες μεταξύ τους
  3. (ναυτικός όρος)  δείτε τον όρο  τα στεγανά (ουσιαστικοποιημένο): ειδικές κατασκευές ή τμήματα ενός πλεούμενου που δεν επιτρέπουν τη είσοδο θαλάσσιου ύδατος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
στεγᾰνο-
ονομαστική στεγανός στεγανή τὸ στεγανόν
      γενική τοῦ στεγανοῦ τῆς στεγανῆς τοῦ στεγανοῦ
      δοτική τῷ στεγαν τῇ στεγαν τῷ στεγαν
    αιτιατική τὸν στεγανόν τὴν στεγανήν τὸ στεγανόν
     κλητική ! στεγανέ στεγανή στεγανόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στεγανοί αἱ στεγαναί τὰ στεγανᾰ́
      γενική τῶν στεγανῶν τῶν στεγανῶν τῶν στεγανῶν
      δοτική τοῖς στεγανοῖς ταῖς στεγαναῖς τοῖς στεγανοῖς
    αιτιατική τοὺς στεγανούς τὰς στεγανᾱ́ς τὰ στεγανᾰ́
     κλητική ! στεγανοί στεγαναί στεγανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στεγανώ τὼ στεγανᾱ́ τὼ στεγανώ
      γεν-δοτ τοῖν στεγανοῖν τοῖν στεγαναῖν τοῖν στεγανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στεγανός < στέγω (< στέγη) + -ανός [1]

Επίθετο

στεγανός, -ή, -όν

  1. (αρχική σημασία) στεγασμένος, προστατευμένος από το νερό, αδιάβροχος
  2. καλά σκεπασμένος
  3. που περικλείει

Παράγωγα

  • περιστεγανός
  • στεγάνη
  • στεγανομέομαι
  • στεγανόμιον
  • στεγάνομος
  • στεγανόπους
  • στεγανότης
  • στεγανόω
  • στεγάνωμα
  • στεγανῶς

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.