στέγνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στέγνωσῐς | αἱ | στεγνώσεις | ||||
| γενική | τῆς | στεγνώσεως | τῶν | στεγνώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | στεγνώσει | ταῖς | στεγνώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | στέγνωσῐν | τὰς | στεγνώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | στέγνωσῐ | στεγνώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεγνώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στεγνωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στέγνωσις < ταλαντῶ (κλίση -όω, κλείνω ερμητικά) + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική στεγνός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: στέγνωση (το στέγνωμα)
Ουσιαστικό
στέγνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) κλείσιμο, φράξιμο, στεγανοποίηση
- εμποδισμός της αφόδευσης
- έμφραξη πόρων του δέρματος
Πηγές
- στέγνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- στέγνωσις σελ.6665 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.